- μοσχίτης
- μοσχ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A = ὀσμύλος, Sch.Opp.H.1.307.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοσχίτης — μοσχίτης, ὁ (Α) [μόσχος (II)] είδος ψαριού … Dictionary of Greek
μοσχίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχίται — μοσχίτης masc nom/voc pl μοσχίτᾱͅ , μοσχίτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχίτην — μοσχίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)